πολύκερδος

πολύκερδος
-η, -ο
1. αυτός που φέρνει πολύ κέρδος: Πολύκερδη δουλειά.
2. αυτός που κερδίζει πολλά, ο επιδέξιος στη δουλειά του.
3. μτφ., πονηρός, πανούργος, τετραπέρατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”